- ἐπίχαλκον
- ἐπίχαλκοςcovered with coppermasc/fem acc sgἐπίχαλκοςcovered with copperneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίχαλκος — η, ο (AM ἐπίχαλκος, ον) επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο σκεύος» β. «ἐπίχαλκος ἀσπίς») αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίχαλκος η ασπίδα 2. φρ. «ἐπίχαλκον στόμα» ο αυλητής … Dictionary of Greek